- παιδαγωγικός
- -ή, -ὁ (Α παιδαγωγικός, -ή, -όν) [παιδαγωγός]αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον παιδαγωγό ή στην παιδαγωγίανεοελλ.φρ. «παιδαγωγική επιστήμη» ή, απλώς, «παιδαγωγική» — η επιστήμη που ασχολείται με την αγωγή και τη μόρφωση τών παιδιών(1. το αρσ. ως ουσ. ο παιδαγωγικόςπραγματεία για την ανατροφή τών παιδιών2. φρ. «παιδαγωγικὴ τῶν νοσημάτων» — η θεραπευτική τών νόσων, η ιατρική (Πλάτ.).επίρρ...παιδαγωγικώς και -ά (Α παιδαγωγικῶς)με παιδαγωγικό τρόπονεοελλ.από την άποψη τής παιδαγωγικής.
Dictionary of Greek. 2013.